Τα δίδυμα γεννήθηκαν με τη γονιμοποίηση των ωαρίων της γενετικής τους μητέρας από το σπέρμα του συζύγου της και πατέρα τους. Όμως κυοφορήθηκαν και γεννήθηκαν από παρένθετη η οποία ήταν η αδερφή της γενετικής τους μητέρας. Σκοπός όλων των μερών ήταν τα παιδιά να ζήσουν και να μεγαλώσουν με τους γενετικούς τους γονείς. Ωστόσο, μετά τη γέννησή τους, ο ληξίαρχος αρνήθηκε να τροποποιήσει τα έγγραφα και να καταχωρίσει ως μητέρα τη γενετική μητέρα, παρόλο που η γυναίκα που γέννησε τα παιδιά συναινούσε σε αυτή την αλλαγή.
Το ζευγάρι προσέβαλε αυτή την απόφαση ενώπιον του High Court, το οποίο και έκρινε αρχικά ότι η γενετική μητέρα μπορούσε να εγγραφεί ως νόμιμος γονέας στη ληξιαρχική πράξη. Η κρίση του Δικαστηρίου βασίστηκε τόσο στη γενετική σύνδεση των παιδιών με τη μητέρα όσο και στη συμφωνία των μερών.
Η κυβέρνηση ωστόσο άσκησε ένδικα μέσα κατά της παραπάνω απόφασης ισχυριζόμενη ότι σύμφωνα με το ιρλανδικό δίκαιο νόμιμη μητέρα είναι πάντα η γυναίκα που γεννά, εκτός από τις περιπτώσεις τις υιοθεσίας. Επίσης, προβλήθηκε ό ισχυρισμός ότι το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας και των συγγενικών σχέσεων που διαμορφώνονται είναι θέματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου. Τέλος, σημειώθηκε ότι η βασιζόμενη απόφαση στηριζόταν σε επιχειρηματολογία η οποία θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται ωάρια δωρητών, καθώς οι γυναίκες που γεννούν θα πρέπει τελικά να μην αναγνωρίζονται ως νόμιμες μητέρες των παιδιών που γέννησαν.
Η πλευρά της οικογένειας υποστήριξε ότι οι μητέρες που γεννούν έχουν νομικά δικαιώματα τα οποία μπορούν να αποποιηθούν με δήλωσή τους. Επίσης, αντέτεινε ότι το γεννητικό υλικό δοτών που χρησιμοποιείται προέρχεται από ανώνυμους δότες επομένως δεν μπορεί να προκληθεί κάποιο πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις από την απόφαση του High Court. Ακόμα, αναπτύχθηκε επιχειρηματολογία σχετικά με την απόδειξη της συγγένειας μέσω του τεστ DNA. Όπως η πατρότητα στηρίζεται σε απόδειξη DNA, έτσι θα πρέπει να συμβαίνει και με την απόδειξη της μητρότητας. Τέλος, ζητήθηκε να αναγνωριστεί ότι τα παιδιά έχουν συνταγματικό δικαίωμα να αναγνωρίζονται από το νόμο ως γονείς τους, οι γενετικοί τους γονείς.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης και απέρριψε τα επιχειρήματα της οικογένειας με πλειοψηφία 6-1.
Η πρόεδρος ανέφερε ότι αν και δεν υπάρχει διάταξη εθιμικού δικαίου ή νόμου που να ρυθμίζει το ζήτημα, το δικαστήριο δεν έχει τη δικαιοδοσία να καλύψει αυτό το κενό του νόμου. Προσέθεσε επίσης, ότι το ιρλανδικό σύνταγμα δεν εμποδίζει το κοινοβούλιο να νομοθετήσει σχετικά, όμως υπογράμμισε ότι αυτά τα ζητήματα εγείρουν σοβαρούς και περίπλοκους κοινωνικούς προβληματισμούς, που αποτελούν αντικείμενο της δημόσιας πολιτικής που χαράζεται από το κοινοβούλιο.
Η υπουργός δικαιοσύνης Frances Fitzgerald, η οποία πρόσφατα ανακοίνωσε ότι το ζήτημα της παρένθετης μητρότητας εξαιρέθηκε από σχετικό νομοσχέδιο, δήλωσε ότι αισθάνεται μεγάλη συμπόνια για την αληθινή ανθρώπινη ιστορία που υπάρχει στο υπόβαθρο αυτής της υπόθεσης. Η κυβέρνηση ωστόσο είχε καθήκον να προσβάλει την απόφαση του High Court διότι αυτή αντέβαινε στο ισχύον δίκαιο και τη νομολογία που προβλέπουν ότι νόμιμη μητέρα είναι πάντα η γυναίκα που γεννά, και επειδή επίσης, αυτή η απόφαση υποθήκευε οποιαδήποτε μελλοντική νομοθετική δράση θα ήθελε να λάβει το κοινοβούλιο στο μέλλον για τα ζητήματα αυτά, αφού θα δημιουργούσε νομολογιακό προηγούμενο.Πρόσθεσε δε, ότι ο υπουργός υγείας, Leo Varadkar TD σύντομα, και πριν το τέλους του έτους θα καταθέσει πρόταση σχετικά με τη ρύθμιση της παρένθετης μητρότητας.
Σχολιάζοντας την απόφαση η Fiona Duffy από την Patrick F O'Reilly & Co. Solicitors, Dublin διέγνωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο τονίζοντας πως τα ζητήματα αυτά αποτελούν αρμοδιότητα του κοινοβουλίου και όχι των δικαστηρίων φαίνεται ότι προκάλεσε μια θετική ανταπόκριση από τον υπουργό υγείας.