Το 2010, στις ΗΠΑ, η μητέρα ενός 21χρονου θύματος επίθεσης που υπέκυψε στα τραύματά του διεκδίκησε δικαστικά το δικαίωμα να ανακτήσει το σπέρμα του προκειμένου να το αξιοποιήσει μελλοντικά με τη μέθοδο της υποκατάστατης μητρότητας.
Το συγκεκριμένο γεγονός αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και προβληματισμού. Η Anna Smajdor, ερευνήτρια στον τομέα της βιοϊατρικής ηθικής στο Πανεπιστήμιο του East Anglia του Ηνωμένου Βασιλείου, εκθέτει στο άρθρο της «Peri-mortem ανάκτηση γαμετών: θα έπρεπε να μας απασχολεί η συναίνεση;» τους κινδύνους που εγκυμονεί η περιθανάτια ανάκτηση γεννητικού υλικού, όταν αυτή πραγματοποιείται χωρίς τη συναίνεση του δότη.
Η perimortem ανάκτηση γαμετών προϋποθέτει τη χειρουργική εξαγωγή των γαμετών που μπορεί στη συνέχεια να κρυοσυντηρηθούν και αποθηκευθούν για μελλοντική χρήση και, συνήθως, το αίτημα υποβολής στην ιατρική αυτή διαδικασία γίνεται από το/τη σύντροφο του δότη αμέσως μετά το γεγονός εκείνο το οποίο προκάλεσε την απώλεια της ικανότητάς του να συναινέσει στη διαδικασία.
Συγκεκριμένα, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι μπορεί η πρακτική αυτή να επιτρέπει στον επιζώντα σύντροφο να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να αποκτήσει τέκνο με το σύντροφό του μετά το θάνατο του, ωστόσο ο προβληματισμός που ευλόγως εγείρεται εν προκειμένω αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να διασφαλιστεί η συναίνεση του δότη στην αναπαραγωγική διαδικασία.
Οι θέσεις της ερευνήτριας θα μπορούσαν εν συντομία να συνοψισθούν στα ακόλουθα τρία σημεία:
Καταρχήν, υποστηρίζεται ότι οι προεκτάσεις του ζητήματος της perimortem ανάκτησης γαμετών είναι πολλές και δεν αφορούν μόνο στο παιδί και το συμφέρον του, αλλά και σε άλλα πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως αυτό της μεταμόσχευσης οργάνων, το κληρονομικό δικαίωμα κ.ά.
Επίσης, η τεκμαιρόμενη συναίνεση ενέχει πολλούς κινδύνους. Η ανάκτηση γαμετών είναι μια αρκετά επεμβατική χειρουργική τεχνική, πολλώ δε μάλλον όταν επιχειρείται σε ασθενή που είναι κοντά στο θάνατο ή έχει ήδη πεθάνει. Για το λόγο αυτό, δε θα έπρεπε να τεκμαίρεται η συναίνεση του «δότη» επί τη βάση αποκλειστικά και μόνο της εκφρασθείσας στο παρελθόν βούλησής του να αποκτήσει παιδιά.
Τέλος, η επιθυμία απόκτησης παιδιού δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογική βάση. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, είναι αδύνατο να συναχθεί συναίνεση από την επιθυμία της γυναίκας να αποκτήσει ένα παιδί. «Οι αποφάσεις των ζευγαριών σχετικά με την αναπαραγωγή δε θεμελιώνονται απαραιτήτως σε συμμετρικές επιθυμίες. […] Είναι παρακινδυνευμένο και άδικο οι αναπαραγωγικές επιθυμίες ενός εκ των δύο συντρόφων να αντανακλώνται στον άλλο. Πολλώ δε μάλλον όταν ο ασθενής δε είναι σε θέση να εκφράσει την αντίθεσή του».
Πηγή:
Journal of Medical Ethics