Στην Δικαιοσύνη προσέφυγε τρανς άνδρας (φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση: κορίτσι), ο οποίος με την επίκληση παρεμφερούς (αλλά όχι ad hoc) νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και άρθρων του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, ζήτησε να διαταχθεί το ληξιαρχείο να μεταβάλει το φύλο και το ονοματεπώνυμο (από θήλυ σε άρρεν), χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί επέμβαση αφαίρεσης των γυναικείων γεννητικών οργάνων.
To ίδιο δικαστήριο στο παρελθόν είχε απορρίψει τέτοια αιτήματα, με την αιτιολογία της έλλειψης νομικής βάσης και είχε αναγνωρίσει ως προϋπόθεση τη χειρουργική επέμβαση, αν και κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στον νόμο. Στην υπόθεση αυτή, για πρώτη φορά στα ελληνικά δικαστικά χρονικά, το Ειρηνοδικείο αναγνώρισε ότι η εγχείρηση των γεννητικών οργάνων δεν είναι απαραίτητη και ότι, αν θεωρείτο απαραίτητη, θα παραβίαζε τα ανθρώπινα δικαιώματα του αιτούντος προσώπου. Στην ουσία το Δικαστήριο προσδίδει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα στην έννοια της 'αλλαγής φύλου', όπως αναφέρει ο ν.344/1976, εναρμονίζοντας τον -ξεπερασμένο- αυτόν νομικό όρο με τη σύγχρονη αντίληψη για την 'ταυτότητα φύλου' και τα έντονα στοιχεία αυτοπροσδιορισμού και αυτοπραγμάτωσης που περιλαμβάνει ο όρος αυτός.
Στην δικαστική απόφαση αναφέρεται: «….η υποχρεωτική στείρωση, η χειρουργική αλλαγή φύλου με αφαίρεση των γεννητικών οργάνων από θήλυ σε άρρεν και αντίστροφα, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγνώριση της αλλαγής φύλου στα διεμφυλικά άτομα, όπως η αιτούσα κρίνεται ότι είναι υπερβολική απαίτηση και πρακτική και παραβιάζει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), σύμφωνα με την οποία 'καθένας έχει το δικαίωμα στον σεβασμό της προσωπικής και οικογενειακής του ζωής, του οίκου του και των επικοινωνιών του'. Επίσης, οι παραπάνω υποχρεώσεις προσκρούουν στο δικαίωμα για ισότητα και μη επιβολή διακρίσεων των άρθρων 2 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR)».