Η Εγκύκλιος Taubira, ερμηνεύοντας το άρθρο 47 του γαλλικού Αστικού Κώδικα, υπενθυμίζει ότι όταν οι λοιπές απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση της ληξιαρχικής πράξης πληρούνται, αυτή θα πρέπει να εκδίδεται. Ειδικότερα, σύμφωνα με την Εγκύκλιο, εάν το αλλοδαπό πιστοποιητικό γέννησης, το οποίο και θεμελιώνει το δεσμό συγγενείας του τέκνου με γάλλο υπήκοο, συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις εγκυρότητας του άρθρου 47 ΑΚ, μόνη η υποψία της γέννησης του τέκνου από παρένθετη μητέρα δεν αρκεί για να θεμελιώσει την άρνηση έκδοσης πιστοποιητικού γαλλικής υπηκοότητας από τις γαλλικές Αρχές. Με άλλα λόγια, γίνεται δεκτό ότι εφόσον υπάρχει δεσμός συγγενείας του τέκνου με έναν εκ των γάλλων υπηκόων γονέων του (εν προκειμένω το βιολογικό του πατέρα) και αυτό αποδεικνύεται με εξετάσεις DNA, τότε το τέκνο μπορεί να αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα, καθώς το άρθρο 18 ΑΚ ορίζει ότι «γάλλος υπήκοος είναι το παιδί του οποίου ο ένας τουλάχιστον εκ των γονέων είναι γάλλος υπήκοος».
Η θύελλα των αντιδράσεων που προκλήθηκαν με αφορμή την έκδοση της Εγκυκλίου είχε ως αποτέλεσμα την προσφυγή ενώπιον της διοικητικής δικαιοσύνης όχι μόνο οργανώσεων, όπως το σωματείο Δικηγόρος για τα παιδιά (Juriste pour l'enfance) και το συνδικάτο των δικαστών, αλλά και ορισμένων βουλευτών του UMP (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα).
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, το Συμβούλιο της Επικρατείας, υπενθυμίζοντας μεν ότι «οι συμβάσεις κυοφορίας ή αναπαραγωγής για λογαριασμό τρίτου (gestation ou procréation pour autrui) απαγορεύονται από τον Αστικό Κώδικα», αποφάνθηκε ότι «το γεγονός και μόνο ότι ένα παιδί έχει γεννηθεί στο εξωτερικό στο πλαίσιο μιας τέτοιας σύμβασης, ακόμη κι αν είναι άκυρη σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, δεν είναι ικανό για να στερήσει στο παιδί αυτό τη γαλλική του ιθαγένεια».