Με την από 11 Σεπτεμβρίου 2014 απόφαση επί του παραδεκτού, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι «οι Αρχές ενός Κράτους δύνανται να διεξάγουν νομίμως "νομικό έλεγχο" προτού επιτρέψουν την είσοδο στην επικράτειά τους ενός βρέφους που γεννήθηκε στο εξωτερικό από παρένθετη μητέρα».
Συγκεκριμένα, ένα ζευγάρι βέλγων υπηκόων κατέφυγε στην Ουκρανία, προκειμένου να προσφύγει στην – απαγορευμένη νομοθετικά στο Βέλγιο – μέθοδο της παρένθετης μητρότητας. Στις 26 Φεβρουαρίου 2013, απέκτησαν κατόπιν της εφαρμογής της μεθόδου αυτής ένα τέκνο, για το οποίο ωστόσο οι βελγικές Αρχές (αρχικά οι προξενικές Αρχές στο Κίεβο και έπειτα οι δικαστικές αρχές στις Βρυξέλλες) αρνούνταν να εκδώσουν νομιμοποιητικά έγγραφα προκειμένου να ταξιδέψει μαζί με τους γονείς του από την Ουκρανία στο Βέλγιο. Μπροστά στην άρνηση των εθνικών Αρχών να ικανοποιήσουν το αίτημά τους, επικαλούμενοι μεταξύ άλλων το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή, όπως αυτό κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 8), οι γονείς προσέφυγαν, τον Απρίλιο του 2013, στο Δικαστήριο του Στρασβούργου. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, και πριν εκδικαστεί η υπόθεση ενώπιον του Δεύτερου Τμήματος του ΕΔΔΑ, το Εφετείο των Βρυξελλών, κρίνοντας με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, διέταξε την έκδοση των αναγκαίων νομιμοποιητικών εγγράφων του τέκνου.
Για το λόγο αυτό, άλλωστε, στον πρώτο ισχυρισμό των γονέων σχετικά με την άρνηση των βελγικών Αρχών να ικανοποιήσουν το αίτημα έκδοσης νομιμοποιητικών εγγράφων για το τέκνο τους, το Δικαστήριο απάντησε ότι η «διαφορά έπρεπε να θεωρηθεί ως επιλυθείσα» και να διαγραφεί από το πινάκιο.
Αναφορικά, δε, με την υποτιθέμενη παραβίαση του άρθρου 8 και του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή εξαιτίας του προσωρινού αποχωρισμού του τέκνου από τους γονείς του, το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναγνώρισε ότι «η αρχική άρνηση των βελγικών Αρχών να επιτρέψουν στο βρέφος να εισέλθει στο Βέλγιο [...] συνιστά επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων». Μια επέμβαση, ωστόσο, που το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι «προβλεπόταν από τη νομοθεσία και επεδίωκε νόμιμους σκοπούς, όπως την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των δικαιωμάτων της παρένθετης μητέρας και του τέκνου».
Το Δικαστήριο επεσήμανε, περαιτέρω, ότι «τα Κράτη απολαμβάνουν στο συγκεκριμένο πεδίο ένα σχετικά ευρύ περιθώριο εκτίμησης, ιδίως εφόσον διακυβεύονται ευαίσθητα ζητήματα ηθικής ή δεοντολογίας». Πριν καταλήξει στο προδήλως αβάσιμο του συγκεκριμένου ισχυρισμού, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ΕΣΔΑ δεν υποχρεώνει τα Κράτη να «επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους τέκνων που γεννιούνται από παρένθετη μητέρα, χωρίς να έχουν προγενέστερα διεξάγει τον απαραίτητο νομικό έλεγχο».
Τέλος, το ΕΔΔΑ απέρριψε ως προδήλως αβάσιμους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των προσφευγόντων σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ εξαιτίας του προσωρινού αποχωρισμού του τέκνου από τους γονείς του, καθώς επίσης και του άρθρου 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ για την απουσία από τη βελγική έννομη τάξη αποτελεσματικού ένδικου μέσου κατά της άρνησης των Αρχών να εκδώσουν τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα του τέκνου.
Πηγή:
Génèthique