Οι «γενετικοί γονείς» των νεογνών που δημιουργήθηκαν με χρήση του δικού τους γεννητικού υλικού, το οποίο μεταφέρθηκε, από λάθος, στη μήτρα άλλης γυναίκας απευθύνθηκαν στο Δικαστήριο της Ρώμης, αιτούμενοι να υποχρεωθεί το αντίδικο ζευγάρι, η γυναίκα του οποίου κυοφορούσε τα «παιδιά τους», να τους γνωστοποιήσει τον τόπο όπου θα λάμβανε χώρα η γέννηση, καθώς επίσης και να τους ανατεθεί η επιμέλεια των νεογνών και να διαταχθούν οι αρμόδιες αρχές να συντάξουν τη ληξιαρχική πράξη γέννησης των νεογνών αναγράφοντας ως γονείς τους αιτούντες.
Η υπόθεση συζητήθηκε πέντε ημέρες μετά τη γέννηση των παιδιών και, για το λόγο αυτό, οι αιτούντες μετέτρεψαν το αίτημά τους στο ακροατήριο, ζητώντας να απομακρυνθούν τα νεογνά από το έτερο ζευγάρι και, επικουρικά, να αναγνωρισθεί το δικαίωμα επικοινωνίας των αιτούντων με αυτά.
Το Δικαστήριο της Ρώμης (Prima Sezione Civile), με την από 8.8.2014 απόφασή του, απέρριψε την αίτηση του ζευγαριού. Σύμφωνα με το σκεπτικό της δικαστή Silvia Albano, οι ισχύοντες κανόνες του ιταλικού δικαίου σε σχέση με την ίδρυση της συγγένειας, επέβαλαν να αναγνωρισθούν ως νόμιμοι γονείς των παιδιών η γυναίκα που τα έφερε στον κόσμο και ο σύζυγός της. Περαιτέρω, κατά το Δικαστήριο, περίπτωση έγερσης ζητήματος συνταγματικότητας για τους εν λόγω κανόνες δε συνέτρεχε εν προκειμένω, καθώς αυτό θα ήταν αντίθετο με το συμφέρον των ανηλίκων για σταθερότητα του «status» τους και με το δικαίωμά τους να ζήσουν με τη νόμιμη - σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο - οικογένειά τους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο σκεπτικό του Δικαστηρίου, «παραμένει το ανθρώπινο δράμα των αιτούντων που απευθύνθηκαν στο νοσοκομείο για να ικανοποιήσουν το δικαίωμά τους στην αναπαραγωγή και στη δημιουργία οικογένειας, το οποίο ωστόσο θα μπορέσει να αντιμετωπισθεί μόνο με την καταβολή αποζημίωσης».
Πηγή:
Αναλυτικότερη παρουσίαση της υπόθεσης