Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται σήμερα στο 30ό Ετήσιο Συνέδριο της ESHRE στο Μόναχο από τον Δρ. Allan Jensen της Danish Cancer Society Research Center στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, προέρχονται από μελέτη των μητρώων όλων των παιδιών που γεννήθηκαν στη Δανία μεταξύ 1969-2006.
Από ένα συνολικό αριθμό της τάξης των 2.430.826 παιδιών, τα 124.384 (5%) γεννήθηκαν από μητέρες με προβλήματα γονιμότητας και τα 2.306.442 (95%) από γυναίκες που δεν αντιμετώπισαν τέτοια θέματα. Όλα τα παιδιά παρακολουθήθηκαν για ψυχιατρικές διαταραχές μέχρι το 2009.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρακολούθησης (περίπου 20 χρόνια), 170.240 παιδιά εισήχθησαν στο νοσοκομείο με ψυχιατρική διαταραχή. Εκείνα που γεννήθηκαν από γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας, βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν 33% μεγαλύτερο συνολικό κίνδυνο διάφορων καθορισμένων ψυχιατρικών διαταραχών, κάτι που αποδείχθηκε στατιστικά σημαντικό (HR 1,33, 95% φυσιολογικό επίπεδο 1,20-1,36).
Στατιστικά σημαντικές αναλογίες κινδύνου για συγκεκριμένες ομάδες ψυχιατρικών διαταραχών βρέθηκαν στα αποτελέσματα για σχιζοφρένεια και ψυχώσεις (1,27, 1,16-1,38), συναισθηματικές διαταραχές (1,32, 1,25-1,39), άγχος και άλλες νευρωτικές διαταραχές (1,37, 1,32-1,42), ψυχικά και συμπεριφορικά σύνδρομα, συμπεριλαμβανομένων των διατροφικών διαταραχών (1,13, 1,04-1,24), νοητική υστέρηση (1,28, 1,17-1,40), ψυχικές διαταραχές ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών στο φάσμα του αυτισμού (1,22, 1,16-1,28), καθώς και συμπεριφορικές και συναισθηματικές διαταραχές, όπως σύνδρομο διάσπασης προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD) (1,40, 1,34-1,46), συγκριτικά με τα ποσοστά των παιδιών φυσιολογικής σύλληψης.
Όταν πραγματοποιήθηκαν ξεχωριστές αναλύσεις για ψυχιατρικές διαταραχές που διαγιγνώσκονται κατά την παιδική ηλικία (0-19 ετών) και στους νεαρούς ενήλικες (≥20 ετών), οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι εκτιμήσεις του κινδύνου δεν είχαν αλλάξει σημαντικά, υποδηλώνοντας ότι οι αυξανόμενοι κίνδυνοι παραμένουν και στην ενήλικη ζωή.
Ο Δρ. Jensen, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, είπε ότι οι επαγγελματίες που εμπλέκονται στη διάγνωση και τη θεραπεία γυναικών με προβλήματα γονιμότητας θα πρέπει να γνωρίζουν "το μικρό, αλλά ενδεχομένως αυξημένο κίνδυνο ψυχιατρικών διαταραχών στα παιδιά που γεννιούνται από γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας". Ωστόσο, αυτή η γνώση, πρόσθεσε, "θα πρέπει πάντα να σταθμίζεται έναντι των σωματικών και ψυχολογικών ωφελειών της εγκυμοσύνης".
Μόνο λίγες μελέτες έχουν διερευνήσει τον κίνδυνο ψυχιατρικών διαταραχών σε παιδιά που γεννήθηκαν μετά από θεραπεία γονιμότητας. Αν και τα αποτελέσματα από τις περισσότερες από αυτές τις μελέτες δεν καταλήγουν σε αυξημένο κίνδυνο, εμφανίζουν σημαντικές διακυμάνσεις, δήλωσε ο Δρ. Jensen - αυτό μπορεί να οφείλεται στο περιορισμένο μέγεθος και την χρονική παρακολούθηση στις περισσότερες από αυτές. Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη με επαρκή ποσοστά και μια επαρκώς μακρά περίοδο παρακολούθησης, ώστε να καταστεί δυνατή η ρεαλιστική αξιολόγηση των κινδύνων της ενηλικίωσης.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Δρ. Jensen –που βασίζονται στο 33% της συνολικής αύξησης του κινδύνου ψυχιατρικών διαταραχών σε παιδιά που γεννήθηκαν από γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας και στο ποσοστό των παιδιών που γεννήθηκαν στη Δανία μετά από θεραπεία γονιμότητας - υποδηλώνεται ότι το 1,9% του συνόλου διαγνωσμένων ψυχιατρικών διαταραχών στη Δανία σχετίζονται με την υπογονιμότητα της μητέρας. "Κατά τη γνώμη μου", είπε ο Δρ. Jensen, "το ποσοστό αυτό υποστηρίζει τη δική μας ερμηνεία των αποτελεσμάτων - ότι ο αυξημένος κίνδυνος είναι πραγματικός, αλλά μέτριος".
Παρά την έκταση της μελέτης, δεν κατέστη δυνατό να αποδειχθεί εάν ο αυξημένος κίνδυνος σχετίζεται με παράγοντες σχετικούς με την υπογονιμότητα της μητέρας (γενετικούς ή βιολογικούς) ή τη θεραπεία της. "Έτσι, οι ακριβείς μηχανισμοί πίσω από την παρατηρούμενη αύξηση του κινδύνου είναι ακόμα άγνωστοι", εξήγησε ο Δρ. Jensen, "αλλά γενικότερα γίνεται δεκτό ότι από την υπογονιμότητα δημιουργείται ένας πιο σημαντικός ρόλος δυσμενών επιπτώσεων στους απογόνους παρά από την ίδια τη θεραπεία. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι οι ψυχιατρικές διαταραχές σε κάποιο βαθμό έχουν μια γενετική συνιστώσα. Είναι ίσως έτσι πιθανό ότι αυτά τα ελαττωματικά γονίδια που κωδικοποιούν τα ψυχιατρικά νοσήματα να υπερεκπροσωπούνται σε γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας και, αν μεταφερθεί στους απογόνους τους, αυτό μπορεί τουλάχιστον εν μέρει να εξηγήσει τον αυξημένο κίνδυνο ψυχιατρικών ασθενειών."
Ωστόσο, ο Δρ. Jensen σημειώνει ότι και άλλα αποτελέσματα από μακροχρόνιες μελέτες κοορτής είναι αραιά και χωρίς συνέπεια και σε γενικές γραμμές δεν δείχνουν ισχυρή συσχέτιση μεταξύ υπογονιμότητας, θεραπείας γονιμότητας και κίνδυνου ψυχιατρικών διαταραχών. "Ωστόσο", είπε ο Δρ Jensen, "η μελέτη μας είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα. Περιλαμβάνει τον μεγαλύτερο αριθμό παιδιών και ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολούθησης για την επαρκή αξιολόγηση του κινδύνου στην ενήλικη ζωή."