Οι προσφεύγοντες, Donatina Paradiso και Giovanni Campanelli, ήταν ένα έγγαμο ζευγάρι το οποίο, σε συνέχεια αποτυχίας των τεχνικών ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στις οποίες είχε υποβληθεί, αποφάσισε να προσφύγει στο εξωτερικό και να συνάψει συμφωνία παρένθετης μητρότητας στη Ρωσία. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ρωσίας, με τη γέννηση του παιδιού, το έτος 2011, οι σύζυγοι καταγράφηκαν ως νόμιμοι γονείς του, χωρίς παράλληλη μνεία, στο σχετικό πιστοποιητικό που συντάχθηκε, περί της διαδικασίας της παρένθετης μητρότητας που είχε λάβει χώρα.
Με την επιστροφή του ζευγαριού με το παιδί στην Ιταλία, ο προσφεύγων G. Campanelli ζήτησε από την αρμόδια τοπική αρχή την καταχώριση του πιστοποιητικού γέννησης του παιδιού, αλλά η Ιταλική Πρεσβεία της Μόσχας ενημέρωσε τις ιταλικές αρχές ότι το πιστοποιητικό περιείχε ψευδή στοιχεία. Οι σύζυγοι έτσι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων της Ιταλίας, με την κατηγορία της «ψευδούς δήλωσης νομικής κατάστασης» και της ψευδούς δήλωσης ενώπιον αρχής και της παραβίασης της νομοθεσίας σχετικά με την υιοθεσία.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο το 2011, αποδείχθηκε ότι ο προσφεύγων G. Campanelli, δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του παιδιού. Με βάση το δεδομένο αυτό, το Δικαστήριο για Ανηλίκους αποφάσισε, τον Οκτώβριο του 2011, ότι το παιδί έπρεπε να απομακρυνθεί από τους προσφεύγοντες, επειδή, αφενός, δεν ήταν οι βιολογικοί του γονείς και, αφετέρου, επειδή είχαν δημιουργηθεί αμφιβολίες για τη δυνατότητά τους να μεγαλώσουν το παιδί, καθώς είχαν ήδη παραβιάσει το νόμο. Έτσι, το παιδί παρέμεινε σε μια κοινωνική υπηρεσία για ένα διάστημα, χωρίς οι προσφεύγοντες να ενημερωθούν για τον τόπο διαμονής του, και, στη συνέχεια, τον Ιανουάριο του 2013, ανατέθηκε σε μια οικογένεια.
Τον Απρίλιο του 2013, επικυρώθηκε η άρνηση – εξαιτίας αντίθεσης στη δημόσια τάξη – της καταχώρισης στην Ιταλία του πιστοποιητικού γέννησης του παιδιού που είχε συνταχθεί στη Ρωσία και το παιδί καταχωρίστηκε ως προερχόμενο από άγνωστους γονείς, παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι ενήργησαν καλόπιστα και ότι δεν γνώριζαν ότι η κλινική όπου διεξήχθη η διαδικασία στη Ρωσία δεν είχε χρησιμοποιήσει το γεννητικό υλικό του G. Campanelli.
Έτσι, το ζευγάρι προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, επικαλούμενο παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ εκ μέρους της Ιταλίας και, συγκεκριμένα, λόγω της απομάκρυνσης του ανηλίκου από αυτούς και της άρνησης να αναγνωριστεί νομικά η γονεϊκή σχέση που είχαν με το παιδί (μέσω της άρνησης καταχώρισης του πιστοποιητικού γέννησης που συντάχθηκε στο εξωτερικό).
Το ΕΔΔΑ απέρριψε τη δεύτερη αιτίαση των προσφευγόντων, περί της καταχώρισης του πιστοποιητικού γέννησης, για λόγους τυπικούς. Σχετικά όμως με την απομάκρυνση του ανηλίκου από τους προσφευγόντες, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε την ύπαρξη μιας de facto οικογενειακής ζωής μεταξύ του ζευγαριού και του παιδιού, με αποτελεσμα, τη διαπίστωση της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και την αποδοχή του αιτήματός τους. Παρά το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν περάσει μόνο έξι μήνες μαζί με το παιδί, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα είχε επιτρέψει τη δημιουργία δεσμού μεταξύ των συζύγων και του παιδιού. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα μετρα που υιοθετήθηκαν από τις ιταλικές αρχές ως προς την τύχη του παιδιού, με την απομάκρυνσή του από τους προσφεύγοντες και το διορισμό επιτρόπου, ήταν, καταρχάς, σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο. Παρά το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη ότι οι ενέργειες των ιταλικών αρχών υποκινήθηκαν από την ανάγκη να τεθεί ένα τέλος σε μια παράνομη κατάσταση που είχε προκληθεί από τις ενέργειες του προσφεύγοντος ζευγαριού, το ΕΔΔΑ έκρινε στη συνέχεια ότι η ανάγκη διαφύλαξης της δημόσιας τάξης δεν μπορεί να χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση και να δικαιολογεί τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου. Έτσι, το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι η απομάκρυνση του ανηλίκου από τους προσφεύγοντες ήταν ένα ακραίο μέτρο, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση άμεσου κινδύνου για το παιδί και ότι, με τον τρόπο αυτό, οι αρμόδιες ιταλικές αρχές είχαν αποτύχει να υιοθετήσουν μια δίκαιη εξισορρόπηση των συμφερόντων κάθε μέρους, παραβιάζοντας το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η διαπίστωση της παραβίασης δεν επέβαλε στις ιταλικές αρχές την υποχρέωση να επιστρέψουν το παιδί στους προσφεύγοντες, δεδομένου ότι αυτό είχε δίχως αμφιβολία αναπτύξει συναισθηματικούς δεσμούς με την οικογένεια στην οποία είχε ανατεθεί και με την οποία ζούσε από το 2013. Τέλος, καταδίκασε την Ιταλία στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης ποσού 20.000€ στους προσφεύγοντες, καθώς και ποσού 10.000€ για έξοδα.